- κατεγνυπωμένως
- κατ-εγνυπωμένως, feig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… … Dictionary of Greek
καταγνυπούμαι — καταγνυποῡμαι, όομαι (Α) 1. είμαι ασθενής, είμαι άτονος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) κατεγνυπωμένως με οκνηρία, τεμπέλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνυποῦμαι (< γνύπων «εξασθενημένος» < γόνυ «γόνατο»)] … Dictionary of Greek